- ἀφαγνισμός
- ἀφαγν-ισμός, ὁ,A purification, Sch.E.Alc.98.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αφαγνισμός — ἀφαγνισμός, ο (Μ) [αφαγνίζω] εξαγνισμός, κάθαρση … Dictionary of Greek
ἀφαγνισμός — purification masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαγνισμοῖς — ἀφαγνισμός purification masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαγνισμόν — ἀφαγνισμός purification masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)